παραύα

παραύα
ἡ, Α
1. (αιολ. τ.) βλ. παρειά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραύαις — παραύα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… …   Dictionary of Greek

  • παρόα — και παρούα και παραύα, ἡ, Α πάπ. (θηλ. τού παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”